πλέριος

πλέριος
α, ο
1) полный, абсолютный;

πλέρια άγνοια — полное неведение;

πλέρια ευτυχία — полное счастье;

2) полный, целый, весь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλέριος" в других словарях:

  • πλέριος — α, ο, Ν πλήρης. επίρρ... πλέρια πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης, κατά το ακέριος] …   Dictionary of Greek

  • πλέριος, -ια, -ιο — γεμάτος, τέλειος, ακέριος, ολόκληρος: Πρέπει να είναι πλέρια η ενημέρωση του λαού σε πολιτικά θέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολοκληρωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που συντελεί ή αποτελεί ολοκλήρωση, τελειωτικός, συνολικός, ολάκερος, πλέριος: Ολοκληρωτική καταστροφή. 2. (μαθημ.), αυτός που αναφέρεται στην ολοκλήρωση ή το ολοκλήρωμα· «Ολοκληρωτικός λογισμός», κλάδος των μαθηματικών για …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»